Νέα έρευνα από το πανεπιστήμιο του Cincinnati στις ΗΠΑ
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Cincinnati υποστηρίζουν ότι η κατάσταση της μύτης μας μπορεί να αποτελεί στοιχείο διάγνωσης του COVID-19, αφού η απώλεια της όσφρησης συγκαταλέγεται πλέον στις ενδείξεις ύπαρξης του ιού.
Οι ειδικοί αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο τη σημασία της ρινικής κοιλότητας στον προσδιορισμό της φυσιολογίας του νέου κορωνοϊού, όπως εξηγεί ο Ahmad Sedaghat, αναπληρωτής καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας στη σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Laryngoscope Investigative Otolaryngology.
«Ο COVID-19 δεν σχετίζεται με συμπτώματα που συνδέονται παραδοσιακά με ένα κρυολόγημα όπως η ρινική συμφόρηση ή η παραγωγή βλέννας. Αυτός ο διαχωρισμός, μάλιστα, καθιστά εύκολη τη διάκριση του συγκεκριμένου ιού από τις εποχικές αλλεργίες. Ο κορωνοϊός σχετίζεται με έναν σχεδόν μοναδικό συνδυασμό ρινικών συμπτωμάτων: ξαφνική απώλεια της αίσθησης της όσφρησης, γνωστής ως ανοσμία χωρίς ρινική απόφραξη. Η εμφάνιση αιφνίδιας ανοσμίας χωρίς ρινική απόφραξη είναι σοβαρός παράγοντας πρόβλεψης του COVID-19 και θα πρέπει να παρακινήσει το άτομο ώστε να τεθεί άμεσα σε καραντίνα», αναφέρει ο ειδικός.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με κορωνοϊό αναφέρουν συμπτώματα από δύο έως και 14 ημέρες μετά τη μόλυνση, μεταξύ των οποίων ο πυρετός, ο βήχας και η δυσκολία στην αναπνοή. Η ιατρική βοήθεια είναι απαραίτητη αν το άτομο δυσκολεύεται να αναπνεύσει, έχει επίμονη πίεση ή πόνο στο στήθος, σύγχυση ή δυσκολία να ξυπνήσει, σύμφωνα με το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων. Για την πλειοψηφία, πάντως, η ανάρρωση συμβαίνει χωρίς επιπλοκές.
Τα ευρήματα της παρούσας εργασίας βασίζονται στην επανεξέταση 19 μελετών όπου περιγράφονται διαταραχές της ρινικής κοιλότητας που έχουν αναφερθεί σε συνάρτηση με την πανδημία του κορωνοϊού. Στη μελέτη υπάρχουν, επίσης, αναφορές σε μια πρόσφατη έρευνα Γάλλων επιστημόνων, η οποία δείχνει ότι από μια ομάδα 55 ασθενών που παρουσίαζαν ανοσμία χωρίς ρινική απόφραξη, το 94% βρέθηκε θετικό στον κορωνοϊο.
Ο Δρ. Sedaghat υποστηρίζει ότι ο COVID-19 μπορεί να εξαπλωθεί όταν ο ιός, εφόσον βρίσκεται στο σώμα, παράγεται στη μύτη και απελευθερώνεται στη βλέννα. «Όταν κάποιος φταρνίζεται, αυτή η βλέννα – που περιέχει τον ιό – μεταφέρεται μέσω του αέρα έξω από τον οργανισμό. Παρομοίως, αν κάποιος σκουπίσει τη μύτη του και μετά αγγίξει μια επιφάνεια χωρίς να έχει πλύνει τα χέρια του, μπορεί να συμβάλει στην εξάπλωση του ιού», αναφέρει ο καθηγητής.
Η απώλεια όσφρησης μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή μετά τη μόλυνση ενός ατόμου από τον COVID-19, αλλά όταν αυτό εμφανίζεται ως αρχικό σύμπτωμα είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό της κατάστασης.
«Η ξαφνική απώλεια της όσφρησης δεν θα έκανε κάποιον να σκεφτεί ότι νοσεί από κορωνοϊό. Τα άτομα αυτά θεωρητικά θα συνεχίσουν να πηγαίνουν στη δουλειά τους και να εξαπλώνουν τη νόσο ως φορείς του ιού. Την ίδια στιγμή, οι οδηγίες για το πότε πρέπει κάποιος να κάνει το διαγνωστικό τεστ δεν είναι απόλυτα σαφείς. Αν, όμως, ένα άτομο βιώσει ανοσμία χωρίς ρινική απόφραξη, εκτός από το να τεθεί σε καραντίνα, δε θα ήταν κακό να απευθυνθεί σε κάποιο γιατρό για να ελεγχθεί για τον ιό», συμπληρώνει ο Δρ. Sedaghat.
Καταληκτικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ρινική κοιλότητα είναι ίσως το μεγαλύτερο κέντρο εισόδου και μόλυνσης από τον COVID-19, αφού τουλάχιστον το 90% του εισπνεόμενου αέρα εισέρχεται στο σώμα μας μέσω της μύτης. Η ρινική παραγωγή ιού βρίσκεται, λοιπόν, σε πολύ υψηλά επίπεδα και τείνει να εμφανιστεί νωρίς στην εξέλιξη της ασθένειας, ενώ οι ασθενείς παραμένουν ασυμπτωματικοί ή βιώνουν πολύ ήπια συμπτώματα.